- πελείους
- πελείους· Κῶοι καὶ οἱ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρες βύτιδας, Hsch. ; written πελίους and πελίας, and used as etym. ofA
πέλεια 11
, Str.7 Frr.1,2.2 πέλειος, = lividus, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.